πότος

πότος
πότος, , ([etym.] πίνω)
A drinking-bout, carousal,

πῶς τις αὐτὸν . . ἂν ἀπὸ τοῦ πότου παύσειεν . .; Cratin.187

;

προὐχώρει ὁ π. X.An.7.3.26

;

ἦς π. ἁδύς Theoc.14.17

; παρὰ πότον over the wine, X.An.2.3.15, Smp.8.41;

ἀλλήλοις . . συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt.347c

;

τρέπεσθαι πρὸς τὸν π. Id.Smp.176a

: pl., Ar.Nu.1073;

αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσίαι Isoc.1.32

, cf. Aeschin.2.47;

περὶ πότους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι Lys.16.11

, cf. Pl.R. 329a, Isoc.15.286.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτός — drunk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότος — drinking bout masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ποτός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ή, ό, Α 1. κατάλληλος για πόση, πόσιμος («ποτὸν ὕδωρ», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποτόν βλ. ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού …   Dictionary of Greek

  • ποτούς — ποτός drunk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότοι — πότος drinking bout masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότοις — πότος drinking bout masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότοισι — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότοισιν — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότον — πότος drinking bout masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότους — πότος drinking bout masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”